θαλασσοκρατησάντων

θαλασσοκρατησάντων
θαλασσοκρατέω
to be master of the sea
aor part act masc/neut gen pl
θαλασσοκρατέω
to be master of the sea
aor imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θαλαττοκρατησάντων — θαλασσοκρατησάντων , θαλασσοκρατέω to be master of the sea aor part act masc/neut gen pl θαλασσοκρατησάντων , θαλασσοκρατέω to be master of the sea aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστωρ — I (2ος αι. π.Χ.). Χρονικογράφος και ρήτορας από τη Ρόδο. Είναι γνωστοί μόνο οι τίτλοι από τα έργα του: Αναγραφή Βαβυλώνος και των θαλασσοκρατησάντων, Χρονικά αγνοήματα, Περί επιχειρημάτων, Περί πειθούς, Περί του Νείλου, Τέχνη ρητορική, Περί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”